φιλιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φιλιέρα | οι | φιλιέρες |
γενική | της | φιλιέρας | — | |
αιτιατική | τη | φιλιέρα | τις | φιλιέρες |
κλητική | φιλιέρα | φιλιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλιέρα θηλυκό
- (εργαλείο) συνώνυμο του βιδολόγος
- ※ Φιλιέρα στρόγγυλη Φ38, δεξιόστροφη για τη δημιουργία ψιλού ή χοντρού σπειρώματος στο αμερικάνικο σύστημα(ίντσες), εξαιρετικής ποιότητας (από περιγραφή εμπορικού προϊόντος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη βιδολόγος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιέρα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)