filing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
filing | filings |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
filing (en)
- τα ρινίσματα που προκύπτουν από την κατεργασία ενός αντικειμένου με λίμα ή άλλο παρόμοιο εργαλείο
- το λιμάρισμα
- η αρχειοθέτηση
- η εγγραφή ενός νομικού εγγράφου στο πρωτόκολλο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
filing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του file