flamiĝema
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flamiĝema | flamiĝemaj |
αιτιατική | flamiĝeman | flamiĝemajn |
flamiĝema (eo)
- εύφλεκτος, που αναφλέγεται εύκολα
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- flamighema στο H-sistemo
- flamigxema στο X-sistemo