fosse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: fossé

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fosse fosses

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fosse (fr) θηλυκό

  1. ο τάφρος
  2. o λάκκος