fougue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fougue | fougues |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fougue (fr) θηλυκό
- η σφριγηλότητα, η ορμή, η ορμητικότητα
ενικός | πληθυντικός |
fougue | fougues |
fougue (fr) θηλυκό