francilien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fʁɑ̃.si.ljɛ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | francilien | franciliens |
θηλυκό | francilienne | franciliennes |
francilien (fr)
- κάτοικος του διοικητικού διαμερίσματος Île-de-France
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | francilien | franciliens |
θηλυκό | francilienne | franciliennes |
francilien (fr)
- κάτοικος του διοικητικού διαμερίσματος Île-de-France