fringant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fringant | fringants |
θηλυκό | fringante | fringantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
fringant (fr)
- (για άλογα) ζωηρός, γεμάτος ζωντάνια
- (για ανθρώπους) χαριτωμένος, ευχάριστος