frostotremo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frostotremo | frostotremoj |
αιτιατική | frostotremon | frostotremojn |
frostotremo (eo)
- το ανατρίχιασμα, η ανατριχίλα