fulmoŝirmilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fulmoŝirmilo | fulmoŝirmiloj |
αιτιατική | fulmoŝirmilon | fulmoŝirmilojn |
fulmoŝirmilo (eo)
- το αλεξικέραυνο