fuseau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fuseau < παλαιά γαλλική fus, υποκοριστικό του λατινικού fusus, αδράχτι
Προφορά[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fuseau | fuseaux |
fuseau (fr) αρσενικό