gefianĉiĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gefianĉiĝo | gefianĉiĝoj |
αιτιατική | gefianĉiĝon | gefianĉiĝojn |
gefianĉiĝo (eo)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- gefianchigho στο H-sistemo
- gefiancxigxo στο X-sistemo