get dressed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας get dressed
γ΄ ενικό ενεστώτα gets dressed
αόριστος got dressed
παθητική μετοχή got dressed (ΗΒ), gotten dressed (ΗΠΑ)
ενεργητική μετοχή getting dressed

Ετυμολογία [επεξεργασία]

get dressed < → δείτε τις λέξεις get και dressed

Ρήμα[επεξεργασία]

get dressed (en)

  • ντύνομαι
    I got up, got dressed and went to work.
    Σηκώθηκα, ντύθηκα και πήγα στη δουλειά.
    Get up and get dressed, I will wait for you.
    Σηκωθείτε και ντυθείτε, θα σας περιμένω.
     συνώνυμα: dress (oneself)