get dressed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | get dressed |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets dressed |
αόριστος | got dressed |
παθητική μετοχή | got dressed (ΗΒ), gotten dressed (ΗΠΑ) |
ενεργητική μετοχή | getting dressed |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
get dressed (en)
- ντύνομαι
- ↪ I got up, got dressed and went to work.
- Σηκώθηκα, ντύθηκα και πήγα στη δουλειά.
- ↪ Get up and get dressed, I will wait for you.
- Σηκωθείτε και ντυθείτε, θα σας περιμένω.
- ≈ συνώνυμα: dress (oneself)
- ↪ I got up, got dressed and went to work.