glaucome
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
glaucome | glaucomes |
glaucome (fr) αρσενικό
- το γλαύκωμα
ενικός | πληθυντικός |
glaucome | glaucomes |
glaucome (fr) αρσενικό