god

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: God

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
god gods

Ετυμολογία [επεξεργασία]

god < πρωτο-γερμανική *gudą («θεός») < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰuto-. Συγγενικό με το γοτθικό 𐌲𐌿𐌸, το ολλανδικό god, το γερμανικό Gott και το δανικό gud. Δεν είναι συγγενές με το επίθετο good.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

god (en)



Δανικά (da)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

god (da)



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

god (nl)



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

god (sv)