gommage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gommage | gommages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gommage (fr) αρσενικό
- το σβήσιμο με σβήστρα
- καθαρισμός της επιδερμίδας με κατάλληλο παρασκεύασμα που απαλείφει τα νεκρά κύτταρα, γκομάζ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη gommer