gourmet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gourmet | gourmets |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gourmet (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) οινολόγος, αυτός που δοκιμάζει τα κρασιά
- καλοφαγάς, αυτός που του αρέσει το καλό φαΐ και το καλό ποτό, γκουρμέ