grasso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | grasso | grassi |
θηλυκό | grassa | grasse |
grasso (it)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | grasso | grassi |
θηλυκό | grassa | grasse |
grasso (it)