grinder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
grinder | grinders |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
grinder (en)
- ο μύλος, η συσκευή για την άλεση μιας στερεής ουσίας σε σκόνη
Πηγές[επεξεργασία]
- grinder - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 578. ISBN 9780194325684., λήμμα: μύλος