groseille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
groseille (fr)
- (φρούτο) φραγκοστάφυλο
- (κατ’ επέκταση, χρώμα) έντονο σκούρο ροζ χρώμα
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
groseille | groseille |
groseille (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- που έχει έντονο σκούρο ροζ χρώμα