groseille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

groseille (fr)

  1. (φρούτο) φραγκοστάφυλο
  2. (κατ’ επέκταση, χρώμα) έντονο σκούρο ροζ χρώμα

Επίθετο[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
groseille groseille

groseille (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  • που έχει έντονο σκούρο ροζ χρώμα

Συγγενικά[επεξεργασία]