groupage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

groupage < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
groupage groupages

groupage (fr) αρσενικό

  1. συγκέντρωση δεμάτων με κοινή προέλευση ή προορισμό
  2. (ιατρική) προσδιορισμός των ανοσολογικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου