groupage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- groupage < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
groupage | groupages |
groupage (fr) αρσενικό
- συγκέντρωση δεμάτων με κοινή προέλευση ή προορισμό
- (ιατρική) προσδιορισμός των ανοσολογικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου