grow up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας grow up
γ΄ ενικό ενεστώτα grows up
αόριστος grew up
παθητική μετοχή grown up
ενεργητική μετοχή growing up

Ετυμολογία [επεξεργασία]

grow up < → δείτε τις λέξεις grow και up

Ρήμα[επεξεργασία]

grow up (en)

  • (αμετάβατο) μεγαλώνω, για άνθρωπο, εξελίσσομαι σε ενήλικο
    As you grow up, you’ll understand.
    Θα καταλάβεις μεγαλώνοντας.
    What will you be when you grow up?
    Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;

Πηγές[επεξεργασία]