grow up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | grow up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grows up |
αόριστος | grew up |
παθητική μετοχή | grown up |
ενεργητική μετοχή | growing up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
grow up (en)
- (αμετάβατο) μεγαλώνω, για άνθρωπο, εξελίσσομαι σε ενήλικο
- ↪ As you grow up, you’ll understand.
- Θα καταλάβεις μεγαλώνοντας.
- ↪ What will you be when you grow up?
- Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;
- ↪ As you grow up, you’ll understand.
Πηγές[επεξεργασία]
- grow up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 532. ISBN 9780194325684., λήμμα: μεγαλώνω