guindeau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- guindeau < guinder
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
guindeau | guindeaux |
guindeau (fr) αρσενικό
- (ναυτικός όρος) οριζόντιο βαρούλκο που ανυψώνει την άγκυρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη guinder