guinder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

guinder < windé < σκανδιναβική winda, υψώνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡɛ̃.de/

Ρήμα[επεξεργασία]

guinder (fr) (μεταβατικό)

  1. (τεχνολογία) υψώνω ένα κατάρτι με ένα πολύσπαστο
  2. (τεχνολογία) σηκώνω ένα βάρος με γερανό, τροχαλία ή άλλο μηχανισμό
  3. (λόγιο) προσέχω πάρα πολύ την εμφάνιση κάποιου, κάνω κάτι ή κάποιον να φαίνεται επιτηδευμένος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]