hairpin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hairpin | hairpins |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hairpin (en)
- η φουρκέτα για μαλλιά
- η φουρκέτα, μια πολύ κλειστή και επικίνδυνη στροφή
- ↪ The road is mountainous with many hairpins.
- Ο δρόμος είναι ορεινός με πολλές φουρκέτες.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hairpin bend
- ↪ The road is mountainous with many hairpins.