hallmark
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hallmark | hallmarks |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hallmark (en)
- το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα, αυτό που χαρακτηρίζει κάτι, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
- ↪ The desire for power is a hallmark of every dictator.
- Η φιλαρχία είναι το χαρακτηριστικό κάθε δικτάτορα.
- ↪ His work bears the hallmark of genius.
- Το έργο του έχει το γνώρισμα της ιδιοφυΐας.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characteristic
- ↪ The desire for power is a hallmark of every dictator.
- (βρετανική σημασία) η διακριτική στάμπα (αρχικά για μπάρα χρυσού, τώρα γενική χρήση)
Πηγές[επεξεργασία]
- hallmark - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 195. ISBN 9780194325684., λήμμα: γνώρισμα