hodophobe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hodophobe | hodophobes |
Επίθετο[επεξεργασία]
hodophobe (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- οδοφοβικός, που έχει φοβία να ταξιδέψει
ενικός | πληθυντικός |
hodophobe | hodophobes |
hodophobe (fr) αρσενικό ή θηλυκό