humble
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | humble |
συγκριτικός | humbler / more humble |
υπερθετικός | humblest / most humble |
humble (en)
- ταπεινός, δείχνω ότι δεν πιστεύω ότι είμαι τόσο σημαντικός όσο άλλοι άνθρωποι
- ↪ a man of humble beginnings - ένας άνθρωπος ταπεινής καταγωγής
- ↪ Your humble servant, sir!
- Ταπεινός σας δούλος, κύριε!
- ταπεινός, χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι δεν είμαι τόσο σημαντικός όσο άλλοι άνθρωποι, αλλά με τρόπο που δεν είναι σοβαρός
- ↪ In my humble opinion…
- Κατά την ταπεινή μου γνώμη…
- ↪ In my humble opinion…
- ταπεινός, κάτι που δεν είναι μεγάλο ή ιδιαίτερο με κανέναν τρόπο
- ↪ a humble request - μια ταπεινή παράκληση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | humble |
γ΄ ενικό ενεστώτα | humbles |
αόριστος | humbled |
παθητική μετοχή | humbled |
ενεργητική μετοχή | humbling |
humble (en)
- (μεταβατικό) ταπεινώνω, κάνω κάποιον να νιώθει ότι δεν είναι τόσο καλός ή σημαντικός όσο νόμιζε ότι ήταν
- (μεταβατικό) ταπεινώνω, νικώ εύκολα έναν αντίπαλο, ειδικά έναν δυνατό ή ισχυρό
- ↪ I humble an enemy/rival.
- Ταπεινώνω έναν εχθρό/αντίπαλο.
- ↪ I humble an enemy/rival.
Πηγές[επεξεργασία]
- humble (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- humble (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 868. ISBN 9780194325684., λήμμα: ταπεινός, ταπεινώνω
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
humble | humbles |
humble (fr) αρσενικό ή θηλυκό