hurleur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- hurleur < hurler
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hurleur | hurleurs |
θηλυκό | hurleuse | hurleuses |
hurleur (fr)
- που ουρλιάζει
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hurleur | hurleurs |
hurleur (fr)
- είδος πιθήκου