hybrid

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

hybrid < λατινική hybrida[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈhaɪ.bɹɪd/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

hybrid (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
hybrid hybrids

hybrid (en)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. hybrid - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)