ignorance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ignorance (en) (μη μετρήσιμο)

  • η άγνοια, η αμάθεια
    Ignorance of the law is no excuse.
    Δεν συγχωρείται άγνοια νόμου.
    I am in complete ignorance of his plans.
    Έχω τέλεια άγνοια των σχεδίων του.
    They exploit people’s ignorance.
    Εκμεταλλεύονται την αμάθεια του κόσμου.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ignorance ignorances

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ignorance (fr) θηλυκό