immédiateté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- immédiateté < immédiat
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
immédiateté | immédiatetés |
immédiateté (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
immédiateté | immédiatetés |
immédiateté (fr) θηλυκό