incompatibilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
incompatibilité | incompatibilités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
incompatibilité (fr) θηλυκό
- το ασυμβίβαστο
- η ασυμβατότητα
ενικός | πληθυντικός |
incompatibilité | incompatibilités |
incompatibilité (fr) θηλυκό