inhalateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- inhalateur < inhalation
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inhalateur | inhalateurs |
θηλυκό | inhalatrice | inhalatrices |
inhalateur (fr)
- που χρησιμοποιείται για εισπνοές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
inhalateur | inhalateurs |
inhalateur (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη inhaler