insinuant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- insinuant < insinuer
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | insinuant | insinuants |
θηλυκό | insinuante | insinuantes |
insinuant (fr)
- που έχει τάση ή ικανότητα να υπαινίσσεται