intermède
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
intermède | intermèdes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
intermède (fr) αρσενικό
- το ιντερμέδιο
- η διακοπή, το διάλειμμα
ενικός | πληθυντικός |
intermède | intermèdes |
intermède (fr) αρσενικό