intermède

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
intermède intermèdes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

intermède (fr) αρσενικό

  1. το ιντερμέδιο
     συνώνυμα: interlude
  2. η διακοπή, το διάλειμμα
     συνώνυμα: entracte, interruption