introduce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας introduce
γ΄ ενικό ενεστώτα introduces
αόριστος introduced
παθητική μετοχή introduced
ενεργητική μετοχή introducing

Ρήμα[επεξεργασία]

introduce (en)

  1. συστήνω
  2. εισάγω, βάζω, κάνω κάτι διαθέσιμο για χρήση, συζήτηση κτλ. για πρώτη φορά
    I introduce goods into new markets.
    Βάζω εμπορεύματα σε νέες αγορές.

Πηγές[επεξεργασία]



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

introduce (ro)

Συγγενικά[επεξεργασία]