introduction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
introduction | introductions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
introduction (en)
- η εισαγωγή
- (μετρήσιμο) η σύσταση, η παρουσίαση, όταν συστήνω ένα πρόσωπο σε κάποιο άλλο
- ↪ I had to do introductions with everyone present.
- Χρειάστηκε να κάνω τις συστάσεις όλων των παρόντων.
- ↪ During the introduction of the new director, the president referred extensively to his scientific work.
- Kατά την παρουσίαση του νέου διευθυντή ο πρόεδρος αναφέρθηκε εκτενώς στο επιστημονικό του έργο.
- ↪ I had to do introductions with everyone present.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- introduction - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 855-856. ISBN 9780194325684., λήμμα: σύσταση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- introduction < λατινική introductio
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
introduction | introductions |
introduction (fr) θηλυκό
- η εισαγωγή