irréprochable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ʁe.pʁɔ.ʃabl/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
irréprochable | irréprochables |
irréprochable (fr) αρσενικό ή θηλυκό