jab
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- jab <
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
jab | jabs |
jab (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | jab |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jabs |
αόριστος | jabbed |
παθητική μετοχή | jabbed |
ενεργητική μετοχή | jabbing |
jab (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) βγάζω, σπρώχνω ένα μυτερό αντικείμενο σε κάποιον ή κάτι, ή προς την κατεύθυνση κάποιου ή κάτι, με μια ξαφνική έντονη κίνηση
- ↪ She almost jabbed my eye out with her umbrella.
- Παραλίγο να μου βγάλει το μάτι με την ομπρέλα της.
- ↪ She almost jabbed my eye out with her umbrella.
Πηγές[επεξεργασία]
- jab (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- jab (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω