jalonneur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
jalonneur | jalonneurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jalonneur (fr) αρσενικό
- εργάτης που τοποθετεί χιλιομετρικούς πασσάλους
- στρατιώτης που δείχνει μια κατεύθυνση ή πορεία