jalon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
jalon | jalons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jalon (fr)
- ξύλινος ή μεταλλικός πάσσαλος που χρησιμεύει στη μέτρηση ή στην ένδειξη μιας κατεύθυνσης
- (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) σημείο αναφοράς, το ορόσημο