jubilé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
jubilé jubilés

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

jubilé (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) το ιωβηλαίο
  2. εορτή κατά το πεντηκοστό έτος από την αρχή της εξάσκησης ενός επαγγέλματος

Παράγωγα[επεξεργασία]