kantarido
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kantarido < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kantarido | kantaridoj |
αιτιατική | kantaridon | kantaridojn |
kantarido (eo)
- (εντομολογία) η κανθαρίδα