kanzonistino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kanzonistino, θηλυκό του kanzonisto
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kanzonistino | kanzonistinoj |
αιτιατική | kanzonistinon | kanzonistinojn |
kanzonistino (eo)