knot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
knot | knots |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
knot (en)
- ο κόμπος
- ↪ I tie/make knots in a rope.
- Δένω/φτιάχνω κόμπους σε ένα σχοινί.
- ↪ He tied two ropes in a knot.
- Έδεσε κόμπο δυο σχοινιά.
- ↪ I tie/make knots in a rope.
- ο κόμβος (μονάδα μέτρησης)
- ο ρόζος του ξύλου
Πηγές[επεξεργασία]
- knot (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- knot (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 462. ISBN 9780194325684., λήμμα: κόμπος
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
knot (pl) αρσενικό
- το φιτίλι