komitato

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

komitato < komitat + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική komitato komitatoj
αιτιατική komitaton komitatojn

komitato (eo)

la organiza komitato, η οργανωτική επιτροπή