komparativo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- komparativo < komparativ- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komparativo | komparativoj |
αιτιατική | komparativon | komparativojn |
komparativo (eo)
- (γραμματική) ο συγκριτικός βαθμός