konstitucio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- konstitucio < konstituci + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konstitucio | konstitucioj |
αιτιατική | konstitucion | konstituciojn |
konstitucio (eo)
- το σύνταγμα μιας χώρας