korktirilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | korktirilo | korktiriloj |
αιτιατική | korktirilon | korktirilojn |
korktirilo (eo)
- το ανοιχτήρι, το τιρμπουσόν