lâchage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lâchage | lâchages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lâchage (fr) αρσενικό
- εγκατάλειψη
- ρίψη
- παύση λειτουργίας
ενικός | πληθυντικός |
lâchage | lâchages |
lâchage (fr) αρσενικό