lâchage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
lâchage lâchages

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lâchage (fr) αρσενικό

  1. εγκατάλειψη
  2. ρίψη
  3. παύση λειτουργίας